σινιόρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σινιόρ < (άμεσο δάνειο) ιταλική signore < λατινική seniorem, αιτιατική του senior, συγκριτικός βαθμός του senex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (γέρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈɲoɾ/

Ουσιαστικό

σινιόρ αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.