σιορ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιορ < άμεσο δάνειο από τη βενετική siór, ιταλική γλώσσα signore
Ουσιαστικό
σιορ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό σιόρα)
- (ιδιωματικό των Επτανήσων) ο κύριος
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
- Κώστας Μάνος (Αθανασίου), «Ο Καραγκιόζης φαρμακοποιός», στο: Γιώργος Ιωάννου (επιμ.), Ο Καραγκιόζης, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Ερμής, 1971), σ. 110 .
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
Μεταφράσεις
σιορ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.