σιλικονάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιλικονάτος | η | σιλικονάτη | το | σιλικονάτο |
| γενική | του | σιλικονάτου | της | σιλικονάτης | του | σιλικονάτου |
| αιτιατική | τον | σιλικονάτο | τη | σιλικονάτη | το | σιλικονάτο |
| κλητική | σιλικονάτε | σιλικονάτη | σιλικονάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιλικονάτοι | οι | σιλικονάτες | τα | σιλικονάτα |
| γενική | των | σιλικονάτων | των | σιλικονάτων | των | σιλικονάτων |
| αιτιατική | τους | σιλικονάτους | τις | σιλικονάτες | τα | σιλικονάτα |
| κλητική | σιλικονάτοι | σιλικονάτες | σιλικονάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σιλικονάτος
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) που αφορά γυναίκα ή οποία έχει τοποθετήσει εμφυτεύματα σιλικόνης στο στήθος της, ώστε να μεγαλώσει
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σιλικόνη
Πηγές
- σιλικονάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
σιλικονάτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.