οξυγονούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οξυγονούχος | η | οξυγονούχα & οξυγονούχος |
το | οξυγονούχο |
| γενική | του | οξυγονούχου | της | οξυγονούχας & οξυγονούχου |
του | οξυγονούχου |
| αιτιατική | τον | οξυγονούχο | την | οξυγονούχα & οξυγονούχο |
το | οξυγονούχο |
| κλητική | οξυγονούχε | οξυγονούχα & οξυγονούχε |
οξυγονούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οξυγονούχοι | οι | οξυγονούχες & οξυγονούχοι |
τα | οξυγονούχα |
| γενική | των | οξυγονούχων | των | οξυγονούχων | των | οξυγονούχων |
| αιτιατική | τους | οξυγονούχους | τις | οξυγονούχες & οξυγονούχους |
τα | οξυγονούχα |
| κλητική | οξυγονούχοι | οξυγονούχες & οξυγονούχοι |
οξυγονούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πολυλεκτικοί όροι
- οξυγονούχο ύδωρ: το οξυζενέ
Μεταφράσεις
οξυγονούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.