σιλικονούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιλικονούχος η σιλικονούχα το σιλικονούχο
      γενική του σιλικονούχου της σιλικονούχας του σιλικονούχου
    αιτιατική τον σιλικονούχο τη σιλικονούχα το σιλικονούχο
     κλητική σιλικονούχε σιλικονούχα σιλικονούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιλικονούχοι οι σιλικονούχες τα σιλικονούχα
      γενική των σιλικονούχων των σιλικονούχων των σιλικονούχων
    αιτιατική τους σιλικονούχους τις σιλικονούχες τα σιλικονούχα
     κλητική σιλικονούχοι σιλικονούχες σιλικονούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιλικονούχος < σιλικόνη + -ούχος

Επίθετο

σιλικονούχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.