σιισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιισμός οι σιισμοί
      γενική του σιισμού των σιισμών
    αιτιατική τον σιισμό τους σιισμούς
     κλητική σιισμέ σιισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιισμός < σι(ίτης) + -ισμός

Ουσιαστικό

σιισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.