σουνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουνισμός οι σουνισμοί
      γενική του σουνισμού των σουνισμών
    αιτιατική τον σουνισμό τους σουνισμούς
     κλητική σουνισμέ σουνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουνισμός < σούν(α) + -ισμός

Ουσιαστικό

σουνισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.