σιίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιίτης | οι | σιίτες |
| γενική | του | σιίτη | των | σιιτών |
| αιτιατική | τον | σιίτη | τους | σιίτες |
| κλητική | σιίτη | σιίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιίτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Şii + -ίτης < αραβική شيعة (šīʿa:)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.