Σίβυλλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σίβυλλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Σίβυλλα
- ιέρεια του μαντείου των Δελφών, στο ναό του Απόλλωνα που, σε κατάσταση έκστασης, προφήτευε το μέλλον
- σιβυλλικοί χρησμοί
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.