σιάξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιάξιμο τα σιαξίματα
      γενική του σιαξίματος των σιαξιμάτων
    αιτιατική το σιάξιμο τα σιαξίματα
     κλητική σιάξιμο σιαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιάξιμο < σιάζω / σιάχνω + -ιμο < ισιάζω < ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsça.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιάξιμο

Ουσιαστικό

σιάξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.