σηψαιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σηψαιμικός | η | σηψαιμική | το | σηψαιμικό |
| γενική | του | σηψαιμικού | της | σηψαιμικής | του | σηψαιμικού |
| αιτιατική | τον | σηψαιμικό | τη | σηψαιμική | το | σηψαιμικό |
| κλητική | σηψαιμικέ | σηψαιμική | σηψαιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σηψαιμικοί | οι | σηψαιμικές | τα | σηψαιμικά |
| γενική | των | σηψαιμικών | των | σηψαιμικών | των | σηψαιμικών |
| αιτιατική | τους | σηψαιμικούς | τις | σηψαιμικές | τα | σηψαιμικά |
| κλητική | σηψαιμικοί | σηψαιμικές | σηψαιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σηψαιμικός < σηψαιμία + -ικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική septicémique)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.