σηψαιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σηψαιμία | οι | σηψαιμίες |
| γενική | της | σηψαιμίας | των | σηψαιμιών |
| αιτιατική | τη | σηψαιμία | τις | σηψαιμίες |
| κλητική | σηψαιμία | σηψαιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σηψαιμία (μαρτυρείται από το 1887) [1] < σήψη + αίμα + -ια (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική septicémie[2])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σηψαιμία
Αναφορές
- σελ. 902, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- σηψαιμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.