σηροτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σηροτρόφος | οι | σηροτρόφοι |
| γενική | του/της | σηροτρόφου | των | σηροτρόφων |
| αιτιατική | τον/τη | σηροτρόφο | τους/τις | σηροτρόφους |
| κλητική | σηροτρόφε | σηροτρόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- σηροτροφείο
- σηροτροφία
- σηροτροφικός
- → δείτε τις λέξεις σηρ και τρέφω
Μεταφράσεις
σηροτρόφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.