σηρ
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
σηρ
<
ελληνιστική κοινή
σήρ
/
Σῆρες
[1]
Ουσιαστικό
σηρ
αρσενικό
(
αρχαιοπρεπές
)
ο
μεταξοσκώληκας
Σύνθετα
ολοσηρικό
ολοσηρικός
σηροτροφείο
σηροτροφία
σηροτροφικός
σηροτρόφος
Μεταφράσεις
σηρ
→
δείτε
τη
λέξη
μεταξοσκώληκας
λαός της δυτικής Κίνας που παρήγε το
μετάξι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.