σερφάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σερφάρισμα | τα | σερφαρίσματα |
| γενική | του | σερφαρίσματος | των | σερφαρισμάτων |
| αιτιατική | το | σερφάρισμα | τα | σερφαρίσματα |
| κλητική | σερφάρισμα | σερφαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σερφάρισμα | τα | σερφαρίσματα |
| γενική | του | σερφαρίσματος | των | σερφαρισμάτων |
| αιτιατική | το | σερφάρισμα | τα | σερφαρίσματα |
| κλητική | σερφάρισμα | σερφαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σερφάρισμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.