σέρφερ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σέρφερ
<
αγγλική
surfer
<
surf
Ουσιαστικό
σέρφερ
ουδέτερο
άκλιτο
(
αθλητισμός
)
αθλητής
(ή γενικότερα
ερασιτέχνης
) τού
σέρφινγκ
Μεταφράσεις
σέρφερ
αγγλικά
:
surfer
(en)
γαλλικά
:
surfeur
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.