surfing

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

surfing (en)

  1. (αθλητισμός) το σέρφινγκ
     συνώνυμα: surf
  2. (μεταφορικά, νεολογισμός, διαδίκτυο) η περιήγηση σε διάφορες ιστοσελίδες
     συνώνυμα: browsing

  • surfing στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρηματικός τύπος

surfing (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.