σερφάρω
Νέα ελληνικά (el)

άντρας σερφάρει στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- σερφάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf + κατάληξη -άρω
Ρήμα
σερφάρω, αόρ.: σερφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.