σερίφης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερίφης οι σερίφηδες
      γενική του σερίφη των σερίφηδων
    αιτιατική τον σερίφη τους σερίφηδες
     κλητική σερίφη σερίφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερίφης (< γαλλική shérif) < αγγλική sheriff < αγγλοσαξονικά scirgerefa < scir + gerefa

Προφορά

ΔΦΑ : /seˈɾi.fis/

Ουσιαστικό

σερίφης αρσενικό

  1. (επάγγελμα, Αμερική) αστυνομικό όργανο, που εκλέγεται ή ορίζεται στη θέση αυτή για κάποιο χρονικό διάστημα
  2. (επάγγελμα, Βρετανία) αξιωματούχος σε κομητεία, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.