σεξομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεξομανής | η | σεξομανής | το | σεξομανές |
| γενική | του | σεξομανούς* | της | σεξομανούς | του | σεξομανούς |
| αιτιατική | τον | σεξομανή | τη | σεξομανή | το | σεξομανές |
| κλητική | σεξομανή(ς) | σεξομανής | σεξομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεξομανείς | οι | σεξομανείς | τα | σεξομανή |
| γενική | των | σεξομανών | των | σεξομανών | των | σεξομανών |
| αιτιατική | τους | σεξομανείς | τις | σεξομανείς | τα | σεξομανή |
| κλητική | σεξομανείς | σεξομανείς | σεξομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
σεξομανής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.