σεληνοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεληνοτροπισμός | οι | σεληνοτροπισμοί |
| γενική | του | σεληνοτροπισμού | των | σεληνοτροπισμών |
| αιτιατική | τον | σεληνοτροπισμό | τους | σεληνοτροπισμούς |
| κλητική | σεληνοτροπισμέ | σεληνοτροπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεληνοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική selenotropism < αρχαία ελληνική σελήνη + τρόπος + -ισμός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.li.no.tro.piˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐νο‐τρο‐πι‐σμός
Ουσιαστικό
σεληνοτροπισμός αρσενικό
- η σπάνια ιδιότητα των φυτών να επηρεάζονται από το φως της σελήνης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.