φεγγοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φεγγοβόλος | η | φεγγοβόλα | το | φεγγοβόλο |
| γενική | του | φεγγοβόλου | της | φεγγοβόλας | του | φεγγοβόλου |
| αιτιατική | τον | φεγγοβόλο | τη | φεγγοβόλα | το | φεγγοβόλο |
| κλητική | φεγγοβόλε | φεγγοβόλα | φεγγοβόλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φεγγοβόλοι | οι | φεγγοβόλες | τα | φεγγοβόλα |
| γενική | των | φεγγοβόλων | των | φεγγοβόλων | των | φεγγοβόλων |
| αιτιατική | τους | φεγγοβόλους | τις | φεγγοβόλες | τα | φεγγοβόλα |
| κλητική | φεγγοβόλοι | φεγγοβόλες | φεγγοβόλα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φεγγοβόλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φεγγοβόλος [1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φέγγος
Μεταφράσεις
φεγγοβόλος
|
|
Αναφορές
- φεγγοβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- φεγγοβόλος < αρχαία ελληνική φέγγ(ος) + -ο- + -βόλος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φέγγος
Πηγές
- φεγγοβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.