σειρήνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σειρήνα | οι | σειρήνες |
| γενική | της | σειρήνας | των | σειρήνων |
| αιτιατική | τη | σειρήνα | τις | σειρήνες |
| κλητική | σειρήνα | σειρήνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σειρήνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική sirène < λατινική sirena < αρχαία ελληνική Σειρήν (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
σειρήνα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.