συναγερμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναγερμός οι συναγερμοί
      γενική του συναγερμού των συναγερμών
    αιτιατική τον συναγερμό τους συναγερμούς
     κλητική συναγερμέ συναγερμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναγερμός <
  1. (ελληνιστική κοινή) συναγερμός
  2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική: alarme < ιταλική: all’arme (στα όπλα)

Ουσιαστικό

συναγερμός αρσενικό

  1. κάλεσμα και κινητοποίηση ατόμων ή ειδικών ομάδων λόγω κάποιας έκτακτης ανάγκης
  2. μηχανισμός που τοποθετείται σε αντικείμενα ή οικήματα και εκπέμπει ειδικό ηχητικό σήμα για να προειδοποιήσει ότι κάτι ξαφνικό συμβαίνει
    μόλις γίνει διακοπή ρεύματος αρχίζουν και βαράνε όλοι οι συναγερμοί της γειτονιάς
  3. (συνεκδοχικά) η κατάσταση ετοιμότητας για να αντιμετωπιστεί πιο άμεσα κάποιος ενδεχόμενος κίνδυνος
  4. (συνεκδοχικά) το ηχητικό σήμα που προειδοποιεί ότι υπάρχει έκτακτη ανάγκη
    μόλις άκουσε το συναγερμό πετάχτηκε έξω έντρομος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συναγερμός < συναγείρω (συναθροίζω, συγκαλώ)

Ουσιαστικό

συναγερμός

  1. συνάθροιση, συγκέντρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.