Σειρήνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σειρήνα οι Σειρήνες
      γενική της Σειρήνας των Σειρήνων
    αιτιατική τη Σειρήνα τις Σειρήνες
     κλητική Σειρήνα Σειρήνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σειρήνα < αρχαία ελληνική Σειρήν

Ουσιαστικό

Σειρήνα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) γυναικεία μορφή που μάγευε τους ναυτικούς με το τραγούδι της για να τους σκοτώσει
  2. (μεταφορικά) γοητευτική αλλά επικίνδυνη γυναίκα
  3. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μας γοητεύει αλλά και μας παραπλανά ή μας βάζει σε κίνδυνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.