σείστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σείστρο | τα | σείστρα |
| γενική | του | σείστρου | των | σείστρων |
| αιτιατική | το | σείστρο | τα | σείστρα |
| κλητική | σείστρο | σείστρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σείστρο < (ελληνιστική κοινή) σεῖστρον < σείω (5. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική rocker)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.stɾo/
Ουσιαστικό
.png.webp)
σείστρο
σείστρο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) συνοδευτικό κρουστό μουσικό όργανο που αποτελείται από μια χειρολαβή και το κυρίως μέρος του (σε σχήμα πετάλου ή σπιρουνιού) με προσαρμοσμένα κουδουνάκια που παράγουν κάποιον ήχο και κρατούν το ρυθμό σε κάθε τους κίνηση.
- κουδουνίστρα
- γλωσσίδι καμπάνας ή κουδουνιού
- κουδουνάκι ντεφιού
- κατασκευή που συμβάλλει στην έκπλυση μεταλλεύματος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σείω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.