ντέφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντέφι τα ντέφια
      γενική του ντεφιού των ντεφιών
    αιτιατική το ντέφι τα ντέφια
     κλητική ντέφι ντέφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ντέφι

Ετυμολογία

ντέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tef < περσική (daf)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈde.fi/

Ουσιαστικό

ντέφι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.