σβηστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σβηστός η σβηστή το σβηστό
      γενική του σβηστού της σβηστής του σβηστού
    αιτιατική τον σβηστό τη σβηστή το σβηστό
     κλητική σβηστέ σβηστή σβηστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σβηστοί οι σβηστές τα σβηστά
      γενική των σβηστών των σβηστών των σβηστών
    αιτιατική τους σβηστούς τις σβηστές τα σβηστά
     κλητική σβηστοί σβηστές σβηστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σβηστός < σβεστός

Επίθετο

σβηστός, -ή, -ό

  • που έχει σβηστεί, που δεν καίει πια ή δεν βρίσκεται σε λειτουργία
    βεβαιώσου ότι το αποτσίγαρο είναι σβηστό πριν το πετάξεις
    τα φώτα ήταν σβηστά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.