σαφηνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαφηνισμένος | η | σαφηνισμένη | το | σαφηνισμένο |
| γενική | του | σαφηνισμένου | της | σαφηνισμένης | του | σαφηνισμένου |
| αιτιατική | τον | σαφηνισμένο | τη | σαφηνισμένη | το | σαφηνισμένο |
| κλητική | σαφηνισμένε | σαφηνισμένη | σαφηνισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαφηνισμένοι | οι | σαφηνισμένες | τα | σαφηνισμένα |
| γενική | των | σαφηνισμένων | των | σαφηνισμένων | των | σαφηνισμένων |
| αιτιατική | τους | σαφηνισμένους | τις | σαφηνισμένες | τα | σαφηνισμένα |
| κλητική | σαφηνισμένοι | σαφηνισμένες | σαφηνισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σαφηνισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.