ηλεκτρονικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ηλεκτρονικό αρσενικό ή ουδέτερο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ηλεκτρονικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (ηλεκτρονικό) του ηλεκτρονικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.