scanner

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
scanner scanners

Ετυμολογία

scanner < scan + -er

Ουσιαστικό

scanner (en)

  1. (τεχνολογία) ο σαρωτής, κάθε ηλεκτρονικό σύστημα σάρωσης και ανίχνευσης
  2. (πληροφορική) ο σαρωτής, η συσκευή που σαρώνει μια επιφάνεια με κείμενο ή εικόνες και δημιουργεί ένα ψηφιακό αρχείο

  • scanner στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /?/

Ρήμα

scanner (fr)

Συγγενικά

  • scannage
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.