σαπρόφυτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σαπρόφυτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαπρόφυτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- μικροοργανισμοί που ζουν χάρη σε οργανικές ουσίες σε αποσύνθεση
Μεταφράσεις
σαπρόφυτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.