σαπουνόφουσκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαπουνόφουσκα | οι | σαπουνόφουσκες |
| γενική | της | σαπουνόφουσκας | — | |
| αιτιατική | τη | σαπουνόφουσκα | τις | σαπουνόφουσκες |
| κλητική | σαπουνόφουσκα | σαπουνόφουσκες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια σαπουνόφουσκα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.puˈno.fu.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐που‐νό‐φου‐σκα
Ουσιαστικό
σαπουνόφουσκα θηλυκό
- η φούσκα από σαπουνάδα
- (μεταφορικά) η ανυπόστατη φήμη (ή κατάσταση), που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.