σαλταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαλταρισμένος | η | σαλταρισμένη | το | σαλταρισμένο |
| γενική | του | σαλταρισμένου | της | σαλταρισμένης | του | σαλταρισμένου |
| αιτιατική | τον | σαλταρισμένο | τη | σαλταρισμένη | το | σαλταρισμένο |
| κλητική | σαλταρισμένε | σαλταρισμένη | σαλταρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαλταρισμένοι | οι | σαλταρισμένες | τα | σαλταρισμένα |
| γενική | των | σαλταρισμένων | των | σαλταρισμένων | των | σαλταρισμένων |
| αιτιατική | τους | σαλταρισμένους | τις | σαλταρισμένες | τα | σαλταρισμένα |
| κλητική | σαλταρισμένοι | σαλταρισμένες | σαλταρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαλταρισμένος: παθητική μετοχή του σαλτάρω
Μετοχή
σαλταρισμένος -η -ο
- μην τον ξεσυνερίζεσαι, του έτυχαν πολλά τελευταία και είναι τελείως σαλταρισμένος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σαλταρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.