σαλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλιάρης η σαλιάρα το σαλιάρικο
      γενική του σαλιάρη της σαλιάρας του σαλιάρικου
    αιτιατική τον σαλιάρη τη σαλιάρα το σαλιάρικο
     κλητική σαλιάρη σαλιάρα σαλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλιάρηδες οι σαλιάρες τα σαλιάρικα
      γενική των σαλιάρηδων των σαλιάρικων
    αιτιατική τους σαλιάρηδες τις σαλιάρες τα σαλιάρικα
     κλητική σαλιάρηδες σαλιάρες σαλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαλιάρης < σάλ(ιο) + -ιάρης [1]

Επίθετο

σαλιάρης, -α, -ικο

  • που του τρέχουν σάλια από το στόμα

Ουσιαστικό

σαλιάρης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σαλιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 208.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.