Σαλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σαλιάρης | οι | Σαλιάρηδες |
| γενική | του | Σαλιάρη | των | Σαλιάρηδων |
| αιτιατική | τον | Σαλιάρη | τους | Σαλιάρηδες |
| κλητική | Σαλιάρη | Σαλιάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Saliaris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.