σέλαχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σέλαχος | τὰ | σελάχη & σελάχεᾰ |
| γενική | τοῦ | σελάχους αιολικός σελάχευς & σελάχεος |
τῶν | σελαχῶν & σελαχέων |
| δοτική | τῷ | σελάχει & σελάχεῐ̈ |
τοῖς | σελάχεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σέλαχος | τὰ | σελάχη & σελάχεα |
| κλητική ὦ! | σέλαχος | σελάχη & σελάχεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σελάχει & σελάχεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σελαχοῖν & σελαχέοιν | ||
| Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σέλαχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σέλαχος ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- (ψάρι) σελάχι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.66, @scaife.perseus
- ἰχθύσι τοῖσι σελάχεσι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 10 @scaife.perseus
- Τὰ μὲν γὰρ σελάχη ζῳοτοκεῖ, τὸ δὲ τῶν ἄλλων γένος ἰχθύων ᾠοτοκεῖ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.66, @scaife.perseus
Πηγές
- σέλαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.