σέλαχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σέλαχος τὰ σελάχη
& σελάχε
      γενική τοῦ σελάχους
αιολικός σελάχευς
& σελάχεος
τῶν σελαχῶν
& σελαχέων
      δοτική τῷ σελάχει
& σελάχεῐ̈
τοῖς σελάχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σέλαχος τὰ σελάχη
& σελάχεα
     κλητική ! σέλαχος σελάχη
& σελάχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σελάχει & σελάχεε
γεν-δοτ τοῖν  σελαχοῖν & σελαχέοιν
Συνήθως στον πληθυντικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σέλαχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σέλαχος ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.