σελάχι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σελάχι | τα | σελάχια |
| γενική | του | σελαχιού | των | σελαχιών |
| αιτιατική | το | σελάχι | τα | σελάχια |
| κλητική | σελάχι | σελάχια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(San_Salvador_Island%252C_Bahamas)_8_(15531197704).jpg.webp)
Σαλάχι
Ετυμολογία 1
- σελάχι < αρχαία ελληνική σελάχιον
-
σαλάχι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σελάχι
|
→ δείτε τη λέξη σαλάχι |
Ετυμολογία 2
- σελάχι < (άμεσο δάνειο) τουρκική silâh < αραβική سلاح (silāh, όπλο)
Ουσιαστικό
σελάχι ουδέτερο
- δερμάτινη ζώνη που φοριόταν πάνω από τη φουστανέλα και στην οποία έβαζαν τα όπλα τους οι μαχητές
-
σελάχι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σελάχι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.