σακχαρώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακχαρώδης η σακχαρώδης το σακχαρώδες
      γενική του σακχαρώδους της σακχαρώδους του σακχαρώδους
    αιτιατική τον σακχαρώδη τη σακχαρώδη το σακχαρώδες
     κλητική σακχαρώδη(ς) σακχαρώδης σακχαρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακχαρώδεις οι σακχαρώδεις τα σακχαρώδη
      γενική των σακχαρωδών των σακχαρωδών των σακχαρωδών
    αιτιατική τους σακχαρώδεις τις σακχαρώδεις τα σακχαρώδη
     κλητική σακχαρώδεις σακχαρώδεις σακχαρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σακχαρώδης < σάκχαρο + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.ðis/

Επίθετο

σακχαρώδης, -ης, -ες

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.