ζάχαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζάχαρο τα ζάχαρα
      γενική του ζαχάρου
& ζάχαρου
των ζαχάρων
    αιτιατική το ζάχαρο τα ζάχαρα
     κλητική ζάχαρο ζάχαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάχαρο < σάκχαρο

Ουσιαστικό

ζάχαρο ουδέτερο

  1. το σάκχαρο του αίματος
  2. ο σακχαρώδης διαβήτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.