σαγκρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγκρία οι σαγκρίες
      γενική της σαγκρίας των σαγκριών
    αιτιατική τη σαγκρία τις σαγκρίες
     κλητική σαγκρία σαγκρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαγκρία < (αγγλικά sangria) < ισπανική sangría < sangre (αίμα) < λατινική sanguis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁sh₂-én- < *h₁ésh₂r̥ (αίμα)

Ουσιαστικό

σαγκρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.