σαγκρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαγκρία | οι | σαγκρίες |
| γενική | της | σαγκρίας | των | σαγκριών |
| αιτιατική | τη | σαγκρία | τις | σαγκρίες |
| κλητική | σαγκρία | σαγκρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαγκρία θηλυκό
- (ποτό) είδος κόκκινου κρασιού (ή μπράντι ή τσέρι), που περιέχει κομματάκια φρούτων (ή φρουτοχυμό) και που πίνεται ως δροσιστικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
