δροσιστικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δροσιστικό
- αιτιατική ενικού του δροσιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δροσιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.