σαββατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαββατισμός οι σαββατισμοί
      γενική του σαββατισμού των σαββατισμών
    αιτιατική τον σαββατισμό τους σαββατισμούς
     κλητική σαββατισμέ σαββατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαββατισμός < ελληνιστική κοινή σαββᾰτισμός < σαββατίζω < σάββατον < εβραϊκή שבת < ακκαδική 𒊭𒉺𒌅 (šapattu: η ημέρα στη μέση ενός μήνα)

Ουσιαστικό

σαββατισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) η τήρηση της αργίας του Σαββάτου
  2. (θρησκεία) (κατ’ επέκταση) η αιώνια ανάπαυση στην άλλη ζωή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.