σάββατον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάββατον τὰ σάββατ
      γενική τοῦ σαββάτου τῶν σαββάτων
      δοτική τῷ σαββάτ τοῖς σάββατσι
    αιτιατική τὸ σάββατον τὰ σάββατ
     κλητική ! σάββατον σάββατ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαββάτω
γεν-δοτ τοῖν  σαββάτοιν
Η δοτική πληθυντικού κατά την 3η κλίση
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάββατον < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שבת (šabbāṯ, σταματώ να εργάζομαι, σταματώ)

Ουσιαστικό

σάββατον ή Σάββατον ουδέτερο

Πηγές

αρχαία ελληνικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.