σάββατον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σάββατον | τὰ | σάββατᾰ |
| γενική | τοῦ | σαββάτου | τῶν | σαββάτων |
| δοτική | τῷ | σαββάτῳ | τοῖς | σάββατσι |
| αιτιατική | τὸ | σάββατον | τὰ | σάββατᾰ |
| κλητική ὦ! | σάββατον | σάββατᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαββάτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σαββάτοιν | ||
| Η δοτική πληθυντικού κατά την 3η κλίση | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάββατον < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שבת (šabbāṯ, σταματώ να εργάζομαι, σταματώ)
Ουσιαστικό
σάββατον ή Σάββατον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή , ημέρα) το Σάββατο, η έβδομη ημέρα της εβδομάδας σύμφωνα με την Αγία Γραφή
Πηγές
- Σάββατον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σάββατον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σάββατον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.