σαββατιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαββατιανός η σαββατιανή το σαββατιανό
      γενική του σαββατιανού της σαββατιανής του σαββατιανού
    αιτιατική τον σαββατιανό τη σαββατιανή το σαββατιανό
     κλητική σαββατιανέ σαββατιανή σαββατιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαββατιανοί οι σαββατιανές τα σαββατιανά
      γενική των σαββατιανών των σαββατιανών των σαββατιανών
    αιτιατική τους σαββατιανούς τις σαββατιανές τα σαββατιανά
     κλητική σαββατιανοί σαββατιανές σαββατιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαββατιανός < Σάββατ(ο) + -ιανός

Επίθετο

σαββατιανός, -ή, -ό

  1. άλλη μορφή του σαββατιάτικος
      Στα χέρια όμως των διαβασμένων και των Φαρισαίων, ο νόμος αυτός είχε γίνει τυραννικότατος. Επειδή θεωρούσαν πως η σαββατιανή αργία τούς ξεχώριζε από τους Εθνικούς, Έλληνες και Ρωμαίους, τους μισητούς ειδωλολάτρες, την εφήρμοζαν με τέτοια στενομυαλιά, προσέχοντας στις λεπτομέρειες, και ξεχνώντας τον αρχικό της σκοπό, ώστε η ζωή του ορθοδόξου Εβραίου καταντούσε ανυπόφορη. (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού, Κεφάλαιο ΚΔ)
  2. ((βοτανική) ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη σαββατιανό

Συγγενικά

Παροιμίες

  • σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή της εβδομάδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.