σαββατιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαββατιανός | η | σαββατιανή | το | σαββατιανό |
| γενική | του | σαββατιανού | της | σαββατιανής | του | σαββατιανού |
| αιτιατική | τον | σαββατιανό | τη | σαββατιανή | το | σαββατιανό |
| κλητική | σαββατιανέ | σαββατιανή | σαββατιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαββατιανοί | οι | σαββατιανές | τα | σαββατιανά |
| γενική | των | σαββατιανών | των | σαββατιανών | των | σαββατιανών |
| αιτιατική | τους | σαββατιανούς | τις | σαββατιανές | τα | σαββατιανά |
| κλητική | σαββατιανοί | σαββατιανές | σαββατιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σαββατιανός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του σαββατιάτικος
- ※ Στα χέρια όμως των διαβασμένων και των Φαρισαίων, ο νόμος αυτός είχε γίνει τυραννικότατος. Επειδή θεωρούσαν πως η σαββατιανή αργία τούς ξεχώριζε από τους Εθνικούς, Έλληνες και Ρωμαίους, τους μισητούς ειδωλολάτρες, την εφήρμοζαν με τέτοια στενομυαλιά, προσέχοντας στις λεπτομέρειες, και ξεχνώντας τον αρχικό της σκοπό, ώστε η ζωή του ορθοδόξου Εβραίου καταντούσε ανυπόφορη. (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού, Κεφάλαιο ΚΔ)
- ((βοτανική) ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη σαββατιανό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σάββατο
Παροιμίες
- σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή της εβδομάδας
Μεταφράσεις
σαββατιανός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.