σαββατιανό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σαββατιανό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σαββατιανός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σαββατιανός
- ↪ σαββατιανό σταφύλι, από αμπέλι Σαββατιανό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.