σήμαντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σήμαντρο τα σήμαντρα
      γενική του σήμαντρου των σήμαντρων
    αιτιατική το σήμαντρο τα σήμαντρα
     κλητική σήμαντρο σήμαντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σήμαντρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σήμαντρον (σημάδι, σφραγίδα) - η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.man.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σήμαντρο

Ουσιαστικό

σήμαντρο ουδέτερο

  1. μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται σαν κρουστό μουσικό όργανο σε μοναστήρια χτυπώντας ρυθμικά με σφυρί, σημαίνοντας την έναρξη λειτουργίας
     συνώνυμα: σημαντήρι
     δείτε και τη λέξη καμπάνα
  2. (παρωχημένο) σφραγίδα[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σήμαντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σήμαντρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.