σέγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σέγα | οι | σέγες |
| γενική | της | σέγας | των | σεγών |
| αιτιατική | τη | σέγα | τις | σέγες |
| κλητική | σέγα | σέγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια τυπική ηλεκτρική σέγα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σέγα θηλυκό
- (εργαλείο) μηχανικό ή χειροκίνητο πριόνι, φορητό ή σταθερό, με λεπτή λάμα για κοπή σχημάτων ή σχεδίων σε επιφάνειες (κατά κανόνα ξύλινες)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.