ῥῆμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥῆμᾰ τὰ ῥήμᾰτ
      γενική τοῦ ῥήμᾰτος τῶν ῥημᾰ́των
      δοτική τῷ ῥήμᾰτ τοῖς ῥήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥῆμᾰ τὰ ῥήμᾰτ
     κλητική ! ῥῆμᾰ ῥήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥῆμα < ρίζα ῥη- (εἴρω, ἐρῶ) + -μα

Ουσιαστικό

ῥῆμα ουδέτερο

  1. αυτό που λέγεται, λέξη, λόγος
  2. φράση
  3. απόφθεγμα
  4. (γραμματική) ρήμα

Παράγωγα

  • ῥημάτιον

Εκφράσεις

  • ῥήματα ἀντ’ ἀλφίτων: λόγια αντί για φαγητό, η κοιλιὰ δεν γεμίζει με λόγια

Συγγενικά

  • ῥηματικός
  • ῥήμων
  •  και δείτε τη λέξη ῥήτωρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.