ρυμουλκό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρυμουλκό | τα | ρυμουλκά |
| γενική | του | ρυμουλκού | των | ρυμουλκών |
| αιτιατική | το | ρυμουλκό | τα | ρυμουλκά |
| κλητική | ρυμουλκό | ρυμουλκά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- ρυμουλκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρυμουλκός < ρυμουλκώ [1]
Ουσιαστικό
ρυμουλκό ουδέτερο
- οποιοδήποτε κινούμενο μέσον τραβάει ή σέρνει ένα άλλο, που δεν κινείται
- (ναυτικός όρος) ειδικός τύπος πλοίου με μεγάλη ιπποδύναμη μηχανών που προβαίνει σε ρυμούλκηση πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων
- ↪ Τα ρυμουλκά διακρίνονται σε μικρά (λιμένος), μεγάλα, ανοικτής θάλασσας και ωκεάνια.
Συνώνυμα
- ρεμούρκιο (παρωχημένο, ιδιωματικο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ρυμουλκό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.